ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΑΣΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Η ελληνική πραγματικότητα

 

Η πρακτική εμπειρία στη χώρα μας δείχνει πως ο θεσμός της Ασφάλισης δεν αξιοποιείται σωστά, και σύμφωνα με τα καταξιωμένα διεθνή πρότυπα. Παρατηρείται σοβαρό έλλειμμα αξιόπιστης πληροφόρησης για τον υποστηρικτικό ρόλο που η Ασφάλιση μπορεί αντικειμενικά να προσφέρει στο σύγχρονο Επιχειρηματία καθώς και ουσιαστική απόκλιση σε ότι αφορά την αρτιότητα  και την πληρότητα των ασφαλιστικών καλύψεων. Θέματα που ειδικά σε περιόδους οικονομικής κρίσης θα πρέπει να αντιμετωπιστούν με ιδιαίτερη σοβαρότητα.

Παρατηρείται πως η μέριμνα για ασφάλιση περιορίζεται συνήθως στην κλασική Ασφάλιση «Πυρός και συναφών κινδύνων». Η ασφαλιστική κάλυψη για «οικονομική απώλεια-απώλεια κερδών από την επέλευση κάποιου κινδύνου» πολύ συχνά απουσιάζει ή υποβαθμίζεται.

Είναι επίσης σύνηθες η ασφάλιση  κινδύνων Αστικής Ευθύνης έναντι Πελατών-Τρίτων να υποβαθμίζεται  σε κάποια «συμβολική» κάλυψη ή/ και να παραμελείται.

Τα τυχαία ζημιογόνα γεγονότα, τα εργατικά ατυχήματα, τα ανθρώπινα λάθη και οι παραλείψεις, είναι γνωστό πως, δεν μπορούν να αποκλεισθούν ή να εξαλειφθούν. Οι οικονομικές ζημιές που  ενδεχομένως να προκύψουν μπορεί να είναι δυσβάσταχτες και να επιβαρύνουν σημαντικά τον ισολογισμό της επιχείρησης και να απειλήσουν τη βιωσιμότητά τους. Επιπλέον, κάθε Επιχείρηση στο σύγχρονο ανταγωνιστικό περιβάλλον της  παγκοσμιοποίησης έχει ανάγκη από ευρύτερη νομική υποστήριξη πέρα από το μηχανισμό που η ίδια διαθέτει καθώς και από οικονομική προστασία μέσω της Ασφάλισης. Η άρτια και πλήρης ασφαλιστική κάλυψη Αστικής Ευθύνης είναι αναγκαία.

Είναι απόλυτα σαφές, και η διεθνής πρακτική το επιβεβαιώνει, πως η Ασφάλιση αποτελεί ένα  εξαιρετικά χρήσιμο «εργαλείο» για τη διασφάλιση της υγιούς οικονομικής ανάπτυξης μιας επιχείρησης στο ευρύτερο πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό σύστημα. Στη βάση αυτή, αν κρίνουμε από τον ιδιαίτερα χαμηλό βαθμό διάδοσης της Ασφάλισης Αστικής Ευθύνης στη χώρα μας (ποσοστό κάτω του 5% επί των συνολικών ασφαλίστρων Γενικών Κλάδων), μπορεί να λεχθεί πως υπάρχει σοβαρό έλλειμμα σε σύγκριση με τις άλλες Ευρωπαϊκές χώρες. Ένα έλλειμμα που θα πρέπει να μας προβληματίσει με  ρεαλισμό και σύνεση.

Μπορεί η νομοθεσία να υπάρχει και να εκσυγχρονίζεται. Μπορεί να υπάρχουν ήδη ορισμένες πρωτοπόρες και υγιώς σκεπτόμενες  επιχειρήσεις που ενδεχόμενα να έχουν υιοθετήσει κάποια κατάλληλα Συστήματα Διαχείρισης Ποιότητας ή πρότυπα Περιβαλλοντικής Διαχείρισης κατά ISO. Όμως, η πλειοψηφία των επιχειρήσεων, με άλλοθι κρατικές αδυναμίες ή και τη «συνδρομή» της ολιγωρίας των εποπτικών ελεγκτικών μηχανισμών της Πολιτείας, φαίνεται να αδρανεί σοβαρά.  Ωστόσο, μια σύγχρονη επιχείρηση που εντάσσεται σε ένα ευρύτερο κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον, προκειμένου να επιβιώσει οφείλει να ακολουθήσει κανόνες και αρχές της διεθνούς επιχειρηματικής πρακτικής και στον τομέα της Ασφάλισης επιχειρηματικών κινδύνων που είναι και το θέμα μας.

Είναι απαραίτητο να γίνει κατανοητό πως η ορθολογική ασφάλιση των κινδύνων και των ευθυνών που συνδέονται με επιχειρηματική δραστηριότητα, αποτελεί «κεφάλαιο» που εντάσσεται στο Ενεργητικό της Επιχείρησης. Οι δαπάνες ασφάλισης δεν είναι απλά ένα «κόστος» αλλά μια αντικειμενική «αξία», που επιτρέπει την ανάληψη «ασφαλών» επιχειρηματικών πρωτοβουλιών για αύξηση της ανταγωνιστικότητας, για περαιτέρω οικονομική ανάπτυξη και πρόοδο.
Τέλος, η Ασφάλιση Αστικής Ευθύνης δεν είναι μόνο στοιχείο «πρόνοιας». Είναι και τεκμήριο αξιοπιστίας έναντι Εργαζομένων, Τρίτων, Πελατών αλλά και της ίδιας της  Κοινωνίας.

 Οι ελληνικές επιχειρήσεις, εφόσον θέλουν να επιβιώσουν και να προοδεύσουν στο σύγχρονο ανταγωνιστικό περιβάλλον, θα πρέπει να προσεγγίσουν σοβαρά το θέμα της διαχείρισης επιχειρηματικών κινδύνων και να απαιτούν ποιοτικές και πληρέστερες ασφαλιστικές υπηρεσίες προσαρμοσμένες στις πραγματικές ασφαλιστικές  ανάγκες τους.

Η ευρωπαϊκή και η διεθνής πρακτική διαθέτουν με επάρκεια και σαφήνεια τις απαραίτητες λύσεις. Επομένως δεν υπάρχουν αδιέξοδα αρκεί να αντιδράσουμε ψύχραιμα στη σημερινή εποχή της πληροφόρησης και της παγκοσμιοποίησης. Αρκεί να συνειδητοποιήσουμε τις σύγχρονες προκλήσεις, να δράσουμε κατάλληλα με βάση τους κανόνες και τις αρχές της διεθνούς πρακτικής και να επιδιώξουμε την σωστή εφαρμογή τους.